Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσανός — ή, ό βλ. μεσιανός … Dictionary of Greek
μεσιανός — και μεσανός, ή, ό (Μ μεσιανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων, ο μεσαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + (ι)ανός)] … Dictionary of Greek